- στενοχωροῦν
- στενοχωρέωto be straitenedpres part act masc voc sg (attic epic doric)στενοχωρέωto be straitenedpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσκαστος — η, ο (Α ἄσκαστος, ον και ἄσχαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σκάσει, δεν έχει ανοίξει («άσκαστο μπουμπούκι», «άσκαστο κάστανο») 2. εκείνος που δεν έχει εκραγεί («άσκαστη μπόμπα») 3. εκείνος που δεν τον σκάνε, δεν τον στενοχωρούν οι άλλοι… … Dictionary of Greek